ιντερμέτζο

ιντερμέτζο
και ιντερμέδιο, το
εμβόλιμο αυτοτελές δραματικό ή μουσικό κομμάτι που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις πράξεις τού κυρίως δράματος ή σε κάποιο σημείο τής κυρίως μουσικής συνθέσεως, αλλ. εμβόλιμο ή διάμεσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. intermezzo ή intermedio < λατ. intermedium «ενδιάμεσος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιντερμέδιο ή ιντερμέτζο — (ιταλ. intermezzo). Αυτοτελές κομμάτι που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις πράξεις θεατρικού ή στα μέρη μουσικού έργου. Ήδη από την αρχαιότητα υπήρχαν εμβόλιμα χορικά άσματα μεταξύ των επεισοδίων του έργου, τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με τον… …   Dictionary of Greek

  • διάμεσος — Αυτός που βρίσκεται στη μέση, ανάμεσα σε δύο άλλους· αυτός που μεσολαβεί για μία υπόθεση. (Ανατ.) Ο αναφερόμενος ή εντοπισμένος μεταξύ μερών του σώματος ή στον χώρο μεταξύ ιστών. (Μαθημ.) Όρος που σημαίνει το ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει μία… …   Dictionary of Greek

  • ιντερλούδιο — το δραματικό ιντερμέτζο*, μουσικό ή κινηματογραφικό, κατά τη διάρκεια ενός θεάματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. interlude < λατ. inter + ludus «παιχνίδι»] …   Dictionary of Greek

  • ιντερμέδιο — το το ιντερμέτζο* …   Dictionary of Greek

  • μορέσκα — η παλαιός λαϊκός ενόπλιος χορός συνοδευόμενος από μουσική και άσμα, ρυθμική και χορευτική ξιφασκία, που ως ένα είδος χορευτικού ιντερμέτζο παρεμβαλλόταν ανάμεσα στις πράξεις τών έργων τού κρητικού θεάτρου, προέρχεται από την Ισπανία, είναι… …   Dictionary of Greek

  • Άντερσον, Τζούντιθ — (Dame Judith Anderson, Αδελαΐδα Αυστραλίας 1898 – 1992). Αγγλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Το πραγματικό της όνομα ήταν Φράνσις Μάργκαρετ Ά. Πρωταγωνίστρια δραματικών ρόλων, πρωτοπαρουσιάστηκε το 1915 στο Σίδνεϊ και το 1918… …   Dictionary of Greek

  • Ζιροντού, Ζαν — (Jean Giraudoux, Μπελάκ, Oτ Βιεν 1882 – Παρίσι 1944). Γάλλος λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας. Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο και την εγγραφή του στο École Normal Supérieure, πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ευρώπη και στην Αμερική,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κλερ, Ρενέ — (René Clair, Παρίσι 1898 – 1981). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου σκηνοθέτη, σεναριογράφου και ηθοποιού Ρενέ Λισιέν Σομέτ (René LucienChomette). Ήταν συνδεδεμένος στενά με τους πνευματικούς κύκλους του Παρισιού. Το 1920 δέχτηκε να εμφανιστεί,… …   Dictionary of Greek

  • Κοτσιουμπίνσκι, Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς — (Mikhail Mikhailovich Kotsiubinsky, 1864 – 1913). Ουκρανός συγγραφέας. Αρχικά ασχολήθηκε με λαϊκά διηγήματα που απευθύνονταν κυρίως στους νέους, όπως Το έλατο (1891), Η μάγισσα (1892), Ο μικρός αμαρτωλός (1893). Αργότερα στράφηκε στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”